χαφιές

χαφιές
ο, Ν
1. μυστικός αστυνομικός επιφορτισμένος με την παρακολούθηση ατόμων
2. καταδότης, σπιούνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hafiye].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαφιές — ο (λ. τουρκ.) 1. αστυνομικός κατάσκοπος. 2. καταδότης: Στην επταετία της δικτατορίας υπήρχανε πολλοί χαφιέδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… …   Dictionary of Greek

  • πληροφοριοδότης — ο, θηλ. πληροφοριοδότρια και πληροφοριοδότις, η, Ν 1. αυτός που δίνει πληροφορίες 2. ειδικός ανεπίσημος πράκτορας μυστικής υπηρεσίας που παρέχει σε αυτήν πληροφορίες σχετικές με τις κινήσεις προσώπων που παρακολουθούνται 3. καταδότης, ρουφιάνος,… …   Dictionary of Greek

  • σπιούνος — και σπιγούνος, ο, θηλ. σπιούνα, Ν 1. αυτός που παρακολουθεί τις ενέργειες κάποιου και τόν καταδίδει, καταδότης, χαφιές, ρουφιάνος 2. αυτός που διαβάλλει κάποιον, ραδιούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spione] …   Dictionary of Greek

  • συκοφάντης — ο, θηλ. συκοφάντρια, ΝΜΑ, θηλ. και συκοφαντις, ιδος, Α 1. αυτός που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες για κάποιον, που δυσφημεί, διαβολέας 2. (στην αρχ. Αθήνα) α) δημόσιος μηνυτής εκείνων που είχαν κλέψει σύκα από τις ιερές συκιές β) μηνυτής εκείνων… …   Dictionary of Greek

  • τσάτσος — ο, Ν 1. κόλακας, γλείφτης 2. χαφιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσάτσα / τσατσά με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • φερτάκιας — ο, Ν [φέρω] (διαλ. τ.) αυτός που καταδίδει στην αστυνομία, χαφιές …   Dictionary of Greek

  • χαφιεδισμός — ο, Ν 1. στάση και συμπεριφορά χαφιέ 2. πράξη και ενέργεια χαφιέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαφιέδ ες, πληθ. τής λ. χαφιές + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • κατάσκοπος — ο, η αυτός που κάνει κατασκοπία με εντολή άλλου, πράκτορας, χαφιές: Οι Αμερικανοί έχουν κατασκόπους σ όλες σχεδόν τις χώρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”